- συννοώ
- -έω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυννοῶ [νοῶ]1. αντιλαμβάνομαι, εννοώ («ὅταν τινὰ τις ξυννοῇ ῥᾳδίως μανθάνοντα», Πλάτ.)2. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) συννοούμενος, -ένη, -οναυτός που εξυπονοείται μαζί με κάποιον άλλομσν.γνωρίζω συγχρόνως, ξέρω ταυτόχρονααρχ.1. σκέπτομαι, βάζω στον νου μου («ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος ὅπῃ τράπωμαι τῆς τύχης ἀμηχανῶ», Ευρ.)2. κάνω σχέδια, προετοιμάζομαι για κάτι («πάντα συννοοῡμεν ἐκπραξειν χειρί», Πάτροκλ.).
Dictionary of Greek. 2013.